+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Καντιώτου
Νοέμβριος 1949
«Καὶ τίς ἐστί μου
πλησίον;» (Λουκ. 10,29)
Αποσπασμα απο την ομιλια:
"... Ὁ ἄνθρωπος,
ἀγαπητοί μου, πλάστηκε κοινωνικός. Ἔχει ἀνάγκη τὸν ἄλλο, γιὰ τὸν ὁποῖο νὰ μπορῇ νὰ λέῃ• «Αὐτὸς εἶνε
πλησίον μου , στὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη, δὲ μ᾽ἀφήνει ποτέ μόνο».
Ζητάει λοιπὸν νὰ δημιουργήσῃ σχέσεις
μὲ τοὺς γύρω του. Συνδέεται μὲ πρόσωπα, ποὺ τὸ χαμόγελο, τὰ λόγια, οἱ τρόποι, τὰ
προσόντα ποὺ
φαίνεται νὰ τοὺς στολίζουν, ἡ ὅλη συμπεριφορά, τὸν ἑλκύουν καὶ τοῦ δίνουν ἐλπίδα, ὅτι ἀνάμεσα σ᾽αὐτοὺς θ᾿ἀνακαλύψῃ τὸν καλὸ σύντροφο, τὸν πιστὸ φίλο, τὸν εἰλικρινῆ σύμβουλο, τὸν ἰδεώδη ἄνθρωπο.
Κι ὅταν νομίσῃ πὼς τὸν βρῆκε,
φωνάζει χαρούμενος σὰν ἄλλος Ἀρχιμήδης• Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζητοῦσα!
Ἄχ ἐλπίδα ἀπατηλή, πόσα δράματα δὲν ἔχεις
σκηνοθετήσει! Διότι ἔρχεται
στιγμὴ ποὺ ἡ φιλία ἀποδεικνύεται
κίβδηλη, πέφτει τὸ προσωπεῖο, γίνονται ἀποκαλυπτήρια τοῦ φίλου,καὶ τότε λὲς
κατάπληκτος• Αὐτὸς λοιπὸν εἶν᾽ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ὑπολόγιζα
καὶ στήριζα
ἐλπίδες; Ἀλλοίμονο, πόσο μὲ
διέψευσε!
Θυμᾶστε ἐκεῖνο τὸ μῦθο τοῦ Αἰσώπου; Δυὸ φίλοι
βάδιζαν μαζὶ σὲ δάσος κι ἀλληλοϋπόσχονταν βοήθεια καὶ συμπαράστασι. Ξαφνικὰ ἐμφανίζεται μιὰ ἀρκούδα.
Ὁ ἕνας τρέχει σκαρφαλώνει σ᾽ ἕνα δέντρο κι ἀφήνει τὸν ἄλλο κάτω. Αὐτός, ἐπειδὴ ἡ ἀρκούδα δὲν τρώει πτώματα, πέφτει κατὰ γῆς καὶ προσποιεῖται τὸ νεκρό.
Τὸ θηρίο πλησιάζει, τὸν
περιεργάζεται ἐνῷ ἐκεῖνος
κρατάει τὴν ἀναπνοή του, κάτι φαίνεται ὅτι λέει στ᾽αὐτί του
καὶ φεύγει.
Τί εἶπε; θὰ τὸ ξέρετε ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ μύθου…
Νά ἡ ἐγκατάλειψις
ἑνὸς φίλου σὲ ὥρα κινδύνου...."
Κι αὐτὸ εἶνε τὸ λιγώτερο. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ ὁ φίλος μεταβάλλεται σὲ ἐχθρό , κακοῦργο καὶ λῃστὴ καὶ δήμιο, καὶ τότε ὁ ἀπατημένος φίλος ἀναστενάζει καὶ μονολογεῖ· Καταραμένη ἡ ὥρα ποὺ τὸν
γνώρισα…
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὁ «πλησίον» σου μένῃ πιστὸς ἀφωσιωμένος καὶ
πρόθυμος γιὰ
βοήθεια, ἔρχονται ὅμως στὴ ζωὴ στιγμὲς τραγικές, ποὺ «ὁ πλησίον» αὐτός, παρ᾿ ὅλη τὴν καλή
του διάθεσι, δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσῃ. Νά, φτάνει ὁ θάνατος! τί μποροῦν νὰ σοῦ
προσφέρουν οἱ ἄνθρωποί σου;
Ἢ
συμβαίνει κάτι χειρότερο, δηλαδὴ τί· διέπραξες μιὰ κρυφὴ ἁμαρτία, ποὺ καὶ μόνο νὰ τὴ
σκέπτεσαι φρίττεις· σὲ ποιόν,
παρακαλῶ, θ᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου; Ἂν τὴν πῇς σ᾽ αὐτὸν ποὺ νομίζεις δικό σου, δὲν ἀποκλείεται νὰ τρομάξῃ καὶ νὰ φύγῃ χιλιόμετρα μακριὰ λέγοντας· Σὲ ἀηδιάζω· σὲ θεωροῦσα ἄνθρωπο, κ᾽ ἐσὺ ἀποδείχθηκες
ἕνα σιχαμένο τέρας… Κι ὅμως ἐσὺ ἔχεις ἀνάγκη ἀνακουφίσεως.
Ποιος θὰ κατευνάσῃ τὴν τρικυμία σου, ποιός θὰ ἐπουλώσῃ τὴν πληγή σου ποὺ στάζει αἷμα; Γιὰ τέτοιες
τραγικὲς ὧρες ὁ προφήτης Δαυῒδ ψάλλει
τοὺς
μελαγχολικοὺς ἐκείνους στίχους τοῦ 37ου ψαλμοῦ· «Ἡ καρδία μου ἐταράχθη,
ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ. Οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν
καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν»
(Ψαλμ. 37,11-12).
Οἱ ἄνθρωποι ἀπογοητεύουν. Καὶ οἱ πιὸ στενοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι ἀποδεικνύονται ξένοι καὶ κάνουν τὴ ζωὴ ἀκόμα πιὸ τραγική. Καὶ ὅμως, παρ᾿ ὅλες τὶς διαψεύσεις, ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ ν᾿ ἀναζητῇ τὸν «πλησίον» του! Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν αὐτός; Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ ἀξίζει νὰ ὀνομασθῇ «Ο ΠΛΗΣΙΟΝ» .
[...] Ὦ Κύριε! Ποιός μπορεῖ νὰ ψάλῃ πρεπόντως τὴν ἀγάπη σου; Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπ᾽ τὸν παράδεισο, περιπλανήθηκε, ἔπεσε σὲ ἐνέδρες λῃστῶν, παθῶν καὶ κακιῶν. Καὶ τί κακὸ δὲν ἔπαθε ἀπ᾿ αὐτούς!
Γυμνός, πληγωμένος, αἱμόφυρτος
κοίτονταν κατὰ γῆς. Κανένας ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ ἐμφανίσθηκαν στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας καὶ ἐπευφημήθηκαν, στὰ θέατρα καὶ στάδια, ὡς σωτῆρες καὶ λυτρωταὶ, δὲν μπόρεσε νὰ τὸν σώσῃ. Τὰ φάρμακά τους στάθηκαν ἀνίσχυρα.
[...]Ἀγαπητοί μου! Τὸ
βαθύτερο νόημα τῆς
παραβολῆς εἶνε, ὅτι ὁ ἰδεώδης «πλησίον» ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ἄνθρωπε, τί θρηνεῖς; Δὲν εἶσαι
πλέον ἔρημος
πάνω στὴ γῆ, δὲν εἶνε
Σαχάρα ἡ ζωή
σου. Σ᾽ αὐτόν, τὸν ἰδεώδη
«πλησίον», θὰ βροῦμε ἀνάπαυσι, γιὰ νὰ δώσουμε ἀνάπαυσι καὶ σὲ ἄλλους.
Μόνο αὐτὸς θὰ μᾶς μάθῃ πῶς νὰ γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς «πλησίον» τῶν ἄλλων συνανθρώπων μας. Κι ὅπως ἡ σελήνη ἔχει τὸ πρόσωπό της πρὸς τὸν ἥλιο κι ἀντανακλᾷ τὸ φῶς του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, μὲ τὴν ψυχὴ στραμμένη στὸ Χριστό,
θὰ γίνουμε φῶς, ἀντανάκλασι
τῆς ἀγάπης του, στὴ γῆ αὐτὴ τῶν δακρύων καὶ τοῦ αἵματος,
στὴν ὁποία οἱ λῃστευθέντες
εἶνε ἀναρίθμητοι κι ἀναζητοῦν τοὺς «πλησίον» αὐτῶν, τοὺς πιστοὺς μιμητὰς τοῦ καλοῦ
Σαμαρείτου.