Ἡ ἁγία Αἰκατερίνα
ἔζησε, ἀδελφοί μου, τον 4ο αἰῶνα
μ.Χ.. Γεννήθηκε σὲ μιὰ ἀπὸ τις
μεγαλύτερες πόλεις τοῦ ἀρχαίου
κόσμου, στην Ἀλεξάνδρεια, κτίσμα τοῦ Μεγάλου
Ἀλεξάνδρου στις ἐκβολὲς τοῦ
Νείλου. Ἦταν πόλις ξακουσμένη γιὰ το ἐμπόριο,
το λιμάνι, τα πλούτη, τη σοφία,
τις βιβλιοθῆκες της, ἀλλὰ καὶ για τη διαφθορά της ὅπως βλέπει κανεὶς διαβάζοντας τον βίο τῆς ὁσίας
Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Οἱ γονεῖς τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης
ἦταν εἰδωλολάτρες• πατέρας της ἦταν ὁ
βασιλίσκος Κώνστας, ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορος.
Εἰδωλολάτρισσα ἦταν και η ἴδια στην ἀρχή. Εἶχε ὅμως
μεγάλη κλίσι στα γράμματα• ἀπο μικρὴ μελετοῦσε και σε ἡλικία
μόλις 18 ἐτῶν κατεῖχε ὅλη την
παιδεία καὶ ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς της, ἑλληνικὴ και λατινική. Σπούδασε και φιλοσοφία, και ποίησι, και ῥητορική, και ἰατρική,
γλῶσσες και διαλέκτους. Εἶχε
διαβάσει και Ὅμηρο, και Βιργίλιο, και Ἀριστοτέλη, και Πλάτωνα, και Ἀσκληπιό, και Ἱπποκράτη,
και Γαληνό. Ἦταν ἡ πιο μορφωμένη τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἐκτός τῆς
σοφίας, εἶχε καὶ χαρίσματα σωματικά• ἀνάστημα
ὑψηλό, παράστημα σοβαρό, κάλλος προσώπου, εὐφράδεια
λόγου. Ἀκτινοβολοῦσε ὀμορφιὰ καὶ χάρι.
Γιὰ τὰ χαρίσματά της, σωματικὰ -
πνευματικὰ - διανοητικά, εἶχε γίνει περιζήτητη
νύφη. Πολλοὶ τὴ ζητοῦσαν, ἀλλὰ
παραδόξως αὐτὴ δὲν ἤθελε
κανένα. Ὄχι γιατὶ μισοῦσε τὸ γάμο, ἀλλὰ γιατὶ ἤθελε νὰ μένῃ ἀπερίσπαστη
στὶς μελέτες της. Γιὰ ν᾽ ἀποκρούῃ τὶς
πιέσεις γιὰ γάμο τῶν γονέων, συγγενῶν,
γνωστῶν καὶ φίλων, αὐτὴ ἀπαντοῦσε• Θὰ δεχτῶ νὰ
παντρευτῶ ὑπὸ ἕναν ὅρο• ἂν
αὐτός ποὺ
θα με πάρῃ
εἶνε ἰσάξιός
μου σε εὐγένεια,
πλούτη, σοφία καὶ ὀμορφιά.
Οἱ γονεῖς ἔψαχναν
νὰ βροῦν τὸν ἰδανικὸ νέο,
ποὺ θὰ συγκέντρωνε ὅλα αὐτὰ μαζί. Ὅσοι ὅμως
παρουσιάστηκαν ὡς ὑποψήφιοι
σὲ κάποιο ἀπ᾽ αὐτὰ ὑστεροῦσαν•
κανένας δὲν πληροῦσε τὸν ὅρο ποὺ εἶχε
θέσει ἐκείνη.
Ἀπελπισμένη ἡ μητέρα της τὴν ἔστειλε
σὲ κάποιο Χριστιανὸ ἀσκητή,
ποὺ ζοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι,
νὰ τὴ συμβουλέψῃ. Ἡ Αἰκατερίνα
πῆγε καὶ τὸν βρῆκε, κι ὅταν τὸν
ρώτησε τί πρέπει νὰ κάνῃ, ἐκεῖνος ἀπήντησε•
–Ἐγώ,
κόρη μου, γνωρίζω ἕνα νυμφίο ποὺ κάνει
γιὰ σένα• δεν ὑπάρχει
στον κόσμο εὐγενέστερος,
πλουσιώτερος, σοφώτερος και ὡραιότερος•
εἶνε ὁ «ὡραῖος
κάλλει παρὰ τους υἱοὺς
τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ.
44,3). Ἡ Αἰκατερίνα ἔδειξε ἐνδιαφέρον.
–Θὰ ἤθελα
να τον
γνωρίσω, εἶπε. Ὁ γέροντας
τότε τῆς ἔδωσε μία εἰκόνα τῆς
Παναγίας μὲ το Θεῖο βρέφος κ᾽ ἐκείνη ἔφυγε μὲ ἀνακούφισι.
Κλεισμένη στὸ δωμάτιό της προσευχόταν τὴ νύχτα
μὲ τὴν εἰκόνα στὰ χέρια•
παρακαλοῦσε νὰ τῆς δείξῃ ὁ Θεὸς τί
πρέπει νὰ κάνῃ. Κουρασμένη ἀποκοιμήθηκε,
καὶ στὸν ὕπνο της
εἶδε τὴν Παναγία νὰ λάμπῃ μέσα
στὸ θεϊκὸ κάλλος καὶ νὰ λέῃ στὸ Θεῖο
βρέφος ποὺ κρατοῦσε• –Υἱέ μου, ῥίξε τὸ
βλέμμα σου στην Αἰκατερίνα
που παρακαλεῖ. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἤθελε. Ἔστρεφε ἀλλοῦ τὸ
πρόσωπό του κι αὐτὸ λύπησε
πολὺ τὴν Αἰκατερίνα.
Ἡ Παναγία εἶπε• –Γιατί, Υἱέ μου, δεν
θέλεις να δῇς την
καλὴ αὐτὴ
κόρη; –Εἶνε ἄσχημη,
δεν μπορῶ να τη βλέπω.
Ταραγμένη ἡ Αἰκατερίνα
ἔτρεξε στὸν γέροντα ἀσκητὴ καὶ τοῦ εἶπε τὸ ὅραμά
της. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε• –Σε βλέπει
ἄσχημη ὄχι στην
ὄψι ἀλλὰ
στην ψυχή, ἐπειδὴ
δεν ἔχεις ἀκόμη
πιστέψει σ᾽ Αὐτόν. Ἂν
ὁμολογήσῃς τον
Χριστὸ και βαπτισθῇς στο ὄνομά Του, θα λάμψῃς σαν
τον ἥλιο.
Ἕτοιμη ἡ Αἰκατερίνα,
ὡμολόγησε πίστι στὸ Χριστὸ καὶ
βαπτίσθηκε Χριστιανή. Τότε εἶδε πάλι σὲ ὅραμα τὴν
Παναγία. Αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ Θεῖο
βρέφος ἔρριξε τὴ ματιά του ἐπάνω
της, καὶ τότε ἡ Αἰκατερίνα
αἰσθάνθηκε τὴν θεία χάρι μέσα της –γιατὶ φτάνει
μιὰ ματιὰ τοῦ Χριστοῦ νὰ φέρῃ τὸν
παράδεισο στὴν καρδιά– καὶ ὁ Χριστὸς
τῆς ἔδωσε
δακτυλίδι ὡς σύμβολο τῶν
μυστικῶν ἀρραβώνων
της.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν
πλέον μία πιστὴ μαθήτρια, λάτρις τοῦ Χριστοῦ, καὶ
κήρυττε παντοῦ τὰ μεγαλεῖα του. Ἡ φήμη
της διαδόθηκε, ἔφτασε μέχρι καὶ τὰ ἀνάκτορα.
Τὴν κάλεσε ὁ αὐτοκράτορας
ὁ Μαξιμῖνος (308-314 μ.Χ.) κι ὅταν τὴν ἀντίκρυσε
θαμπώθηκε ἀπ᾽ τὸ κάλλος
της, μὰ προπαντὸς σάστισε μπροστὰ στὴ σοφία
της. Δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀντιμετωπίσῃ καὶ
σκέφτηκε νὰ καλέσῃ ὅλους τοὺς σοφοὺς τῆς Ἀλεξανδρείας
γιὰ νὰ συζητήσουν μαζί της.
Μαζεύτηκαν πράγματι στὸ παλάτι 150 σοφοί• ἀπ᾽ τὸ ἕνα
μέρος ὅλοι αὐτοί, ἀπὸ τὸ ἄλλο
μόνη αὐτή. Ἐκεῖνοι ὅμως, ἀντὶ νὰ
νικήσουν, νικήθηκαν ἀπὸ
την ἁγία Αἰκατερίνα,
ἡ ὁποία μὲ
τη δύναμι τοῦ Χριστοῦ
τους ἔπεισε
και πίστεψαν στο Εὐαγγέλιο.
Ὅταν ὅμως βαπτίσθηκαν Χριστιανοί,
τότε ὁ αὐτοκράτορας τοὺς
κατεδίκασε καὶ μαρτύρησαν γιὰ τὸν
Κύριο. Ἀφοῦ ἐξαντλήθηκαν
τὰ ἄλλα μέσα, ἄρχισε τὸ
μαρτύριο τῆς ἁγίας, ποὺ ἦταν
φρικτό. Τὴν ἔδεσαν στὸν τροχό. Ἄγγελος
Κυρίου ὅμως κατὰ
θαυμαστὸ τρόπο την ἔλυσε.
Θαυμάζοντας τὴν ἄθλησί της, τὴν ἐπισκέφθηκε
στὴ φυλακὴ ἡ
γυναίκα τοῦ αὐτοκράτορος μαζὶ μὲ τὸν
στρατηγὸ Πορφύριο• ἀκούγοντας τὰ λόγια
της πίστεψαν καὶ αὐτοὶ στὸ
Χριστό, καθὼς καὶ 200 ἀκόμη
στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς. Οὔτε ἡ
βασίλισσα ὅμως οὔτε ὁ
Πορφύριος οὔτε τὸ πλῆθος τῶν
στρατιωτῶν γλύτωσαν• καταδικάστηκαν καὶ
θανατώθηκαν ὑπὲρ Χριστοῦ. Τελευταία ἀπ᾽
ὅλους μαρτύρησε με ἀποκεφαλισμὸ και ἡ ἁγία Αἰκατερίνα.
Ἔτσι τώρα κοσμοῦν
την κεφαλή της τρία στεφάνια• τῆς
παρθενίας, τῆς σοφίας, και τοῦ
μαρτυρίου• ἕνα σπάνιο φαινόμενο. Το ἅγιο
λείψανό της, ὅπως λέει ἡ
παράδοσις, το πῆραν ἄγγελοι
και το μετέφεραν στο ὄρος
Σινά, ἐκεῖ που δόθηκε στο Μωυσῆ ὁ
Δεκάλογος. Ἐκεῖ τὸν 6ο αἰῶνα ἔχτισε
περίφημο μοναστήρι ὁ αὐτοκράτωρ
Ἰουστινιανός, τὸ ὁποῖο ἔπειτα
(τὸν 8ο αἰῶνα) δέχθηκε τὸν
πολύτιμο αὐτὸ θησαυρό, καὶ τέλος ἔλαβε καὶ τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ἐκεῖ, ἐπὶ αἰῶνες
τώρα, –πρὸς τιμὴν τῆς
πατρίδος μας– μιὰ χούφτα ἡρώων Ἑλλήνων
μοναχῶν, κάτι σεβάσμια γεροντάκια, τὸ φρουροῦν ἡμέρα καὶ νύχτα,
καὶ πλῆθος προσκυνηταὶ ἀπὸ κάθε
μέρος ἀνεβαίνουν γιὰ νὰ τὸ
προσκυνήσουν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπόσπασμα Ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ἑσπερινὴς ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὸ Σάββατο 25-11-1978