Κάποτε ένας απογοητευμένος άνθρωπος περιφερόμενος τους
λοφίσκους που περιέβαλαν την πόλη του, συνάντησε έναν βοσκό που έβοσκε το
κοπάδι με τα πρόβατά του.
Βλέποντάς
τον ο βοσκός να είναι αναστατωμένος τον ρώτησε:
-Τι σε
απασχολεί, φίλε μου;
-Αισθάνομαι
μεγάλη μοναξιά, του απάντησε.
-Κι εγώ
μόνος είμαι, αλλά δεν νιώθω θλίψη, είπε ο βοσκός.
-Ίσως,
γιατί σε συντροφεύει ο Θεός! Του αποκρίθηκε με έναν τόνο μάλλον ειρωνικό.
-Το
μάντεψες, είπε ο βοσκός αδιαφορώντας για τον ειρωνικό του τόνο.
-Βλέπεις
την πόλη μας; συνέχισε ο βοσκός, βλέπεις τα σπίτια ; βλέπεις τα παράθυρά τους;
-Όλα τα
βλέπω, απάντησε ο άνθρωπος.
-Τότε
δεν πρέπει να απελπίζεσαι, συνέχισε ο βοσκός. Ο ήλιος είναι ένας αλλά κάθε
παράθυρο της πόλης και το πιο μικρό και απόκρυφο, κάθε μέρα λούζονται στου
ήλιου το φως. Είσαι απελπισμένος μάλλον επειδή το «παράθυρό» σου παραμένει
ερμητικά κλειστό!