(Γεώργιος
Παπαζάχος, καθηγητής Ἰατρικῆς):
"Ἀντί ἄλλης Πασχάλιας εὐχῆς θά σᾶς μεταφέρω τά
χαρμόσυνα ἀναστάσιμα βιώματα τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Πορφύριου, ὅπως τά ἔζησα μία Τρίτη
της Διακαινησίμου στό κελάκι του.
Πῆγα νά τόν δῶ σάν γιατρός.
Μετά τήν καρδιολογική ἐξέταση καί τό συνηθισμένο καρδιογράφημα, μέ παρακάλεσε νά μήν
φύγω. Κάθισα στό σκαμνάκι κοντά στό κρεβάτι του. Ἔλαμπε ἀπό χαρά τό πρόσωπό του. Μέ ρώτησε:
-Ξέρεις
τό τροπάριο πού λέει «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν…»; -Ναί γέροντα, τό ξέρω.
-Πές το.
Ἄρχισα γρήγορα-γρήγορα. «Θανάτου ἐορτάζομεν
νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον
εὐλογητόν τῶν πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον».
-Τό κατάλαβες; -Ἀσφαλῶς τό κατάλαβα.
Νόμισα πώς μέ ρωτάει γιά τήν ἑρμηνεία του.
Ἔκανε μία ἀπότομη κίνηση τοῦ χεριοῦ του καί μοῦ εἶπε:
-Τίποτε δέν κατάλαβες βρέ Γιωργάκη! Ἐσύ τό εἶπες σάν
βιαστικός ψάλτης… Ἄκου τί φοβερά πράγματα λέει αὐτό τό τροπάριο. Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του δέν
μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπό ἕνα ποτάμι, ἀπό ἕνα ρῆγμα γῆς, ἀπό μία διώρυγα, ἀπό μία λίμνη ἤ ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα. Μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπό ἕνα χάος, ἀπό μία ἄβυσσο, πού ἦταν ἀδύνατο νά τήν περάσει ὁ ἄνθρωπος μόνος. Αἰῶνες περίμενε αὐτό τό πέρασμα, αὐτό τό Πάσχα. Ὁ Χριστός μᾶς πέρασε ἀπό… τόν θάνατο,
στή Ζωή. Γι’ αὐτό σήμερα «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τήν
καθαίρεσιν». Χάθηκε ὁ θάνατος. Τό κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε τήν «ἀπαρχή» τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου» ζωῆς κοντά Του.
Μίλαγε μέ ἐνθουσιασμό καί βεβαιότητα.
Συγκινήθηκε. Σιώπησε λίγο καί συνέχισε πιό
δυνατά: -Τώρα δέν ὑπάρχει χάος, θάνατος καί νέκρωση, Ἅδης. Τώρα ὅλα χαρά, χάρις
καί Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀναστήθηκε μαζί Του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε καί μεῖς νά ἀναστηθοῦμε, νά ζήσουμε αἰώνια κοντά Του…
Τί εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση! «Καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον». Ἔχεις δεῖ τά κατσικάκια τώρα τήν ἄνοιξη νά
χοροπηδοῦν πάνω στό γρασίδι, νά τρῶνε λίγο ἀπό τή μάνα τους
καί νά χοροπηδοῦν ξανά; Αὐτό εἶναι τό σκίρτημα, τό χοροπήδημα. Ἔτσι ἔπρεπε κι ἐμεῖς νά χοροπηδοῦμε ἀπό χαρά ἀνείπωτη γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τήν
δική μας.
Διέκοψε πάλι τό λόγο του. Ἀνέπνεα μία εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα.
-«Μπορῶ νά σού δώσω μία
συμβουλή;» συνέχισε. «Σέ κάθε θλίψη σου, σέ κάθε ἀποτυχία σου, νά
συγκεντρώνεσαι μισό λεφτό στόν ἑαυτό σου καί νά λές ἀργά-ἀργά αὐτό τό τροπάριο.
Θά βλέπεις ὅτι τό μεγαλύτερο πράγμα στή ζωή σου -καί στή ζωή τοῦ κόσμου ὅλου- ἔγινε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία μας.
Καί θά συνειδητοποιεῖς ὅτι ἡ ἀναποδιά πού σου συμβαίνει εἶναι πολύ μικρή
γιά νά χαλάσει τή διάθεσή σου».
Μοῦ’ σφίξε τό χέρι
λέγοντας: -Σού εὔχομαι νά «σκιρτᾶς» ἀπό χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου τό χάος ἀπό τό ὁποῖο μᾶς πέρασε ὁ Ἀναστάς Κύριος, «ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων»… Ψάλε
τώρα καί τό «Χριστός Ἀνέστη».