23 Μαΐου 2020

Το Ευαγγέλιο Κυριακής 24 Μαΐου 2020. Κυριακή του Τυφλού.


Το Ευαγγέλιο Κυριακής 24 Μαΐου 2020. Κυριακή του Τυφλού. Εορτή της Ορθοδοξίας: Ο Όσιος Συμεών ο Θαυμαστορείτης. Ο Όσιος Κυριακός εξ Ευρύχου Κύπρου. Κατά Ιωάννη: Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού. Οι Φαρισαίοι ανακρίνουν τον θεραπευμένο. Η πνευματική τυφλότητα. Ευαγγελικό απόσπασμα ημέρας της Κυριακής του Τυφλού από πρωτότυπο και σε νεοελληνική απόδοση.


Ευαγγέλιο Κυριακής Κατά Ιωάννη, Θ'(9) 1-38
Κα παργων εδεν νθρωπον τυφλν κ γενετς.
κα
ρτησαν ατν ο μαθητα ατο λγοντες· ραββ, τς μαρτεν, οτος ο γονες ατο, να τυφλς γεννηθ;
πεκρθη ᾿Ιησος· οτε οτος μαρτεν οτε ο γονες ατο, λλ’ να φανερωθ τ ργα το Θεο ν ατ.
μ δε ργζεσθαι τ ργα το πμψαντς με ως μρα στν· ρχεται νξ τε οδες δναται ργζεσθαι.
ταν ν τ κσμ , φς εμι το κσμου.
τα
τα επν πτυσε χαμα κα ποησε πηλν κ το πτσματος, κα πχρισε τν πηλν π τος φθαλμος το τυφλο
κα
επεν ατ· παγε νψαι ες τν κολυμβθραν το Σιλωμ, ρμηνεεται πεσταλμνος. πλθεν ον κα νψατο, κα λθε βλπων.
Ο
ον γετονες κα ο θεωροντες ατν τ πρτερον τι τυφλς ν, λεγον· οχ οτς στιν καθμενος κα προσαιτν;
λλοι λεγον τι οτς στιν· λλοι δ τι μοιος ατ στιν. κενος λεγεν τι γ εμι.
λεγον ον ατ· πς νεχθησν σου ο φθαλμο;
πεκρθη κενος κα επεν· νθρωπος λεγμενος ᾿Ιησος πηλν ποησε κα πχρισ μου τος φθαλμος κα επ μοι· παγε ες τν κολυμβθραν το Σιλωμ κα νψαι· πελθν δ κα νιψμενος νβλεψα.
ε
πον ον ατ· πο στιν κενος; λγει· οκ οδα.
Αγουσιν ατν πρς τος Φαρισαους, τν ποτε τυφλν.
ν δ σββατον τε τν πηλν ποησεν ᾿Ιησος κα νέῳξεν ατο τος φθαλμος.
π
λιν ον ρτων ατν κα ο Φαρισαοι πς νβλεψεν. δ επεν ατος· πηλν πθηκ μου π τος φθαλμος, κα νιψμην, κα βλπω.
λεγον ον κ τν Φαρισαων τινς· οτος νθρωπος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σββατον ο τηρε. λλοι λεγον· πς δναται νθρωπος μαρτωλς τοιατα σημεα ποιεν; κα σχσμα ν ν ατος.
λ
γουσι τ τυφλ πλιν· σ τ λγεις περ ατο, τι νοιξ σου τος φθαλμος; δ επεν τι προφτης στν.
ο
κ πστευσαν ον ο ᾿Ιουδαοι περ ατο τι τυφλς ν κα νβλεψεν, ως του φνησαν τος γονες ατο το ναβλψαντος
κα
ρτησαν ατος λγοντες· οτς στιν υἱὸς μν, ν μες λγετε τι τυφλς γεννθη; πς ον ρτι βλπει;
πεκρθησαν δ ατος ο γονες ατο κα επον· οδαμεν τι οτς στιν υἱὸς μν κα τι τυφλς γεννθη·
π
ς δ νν βλπει οκ οδαμεν, τς νοιξεν ατο τος φθαλμος μες οκ οδαμεν· ατς λικαν χει, ατν ρωτσατε, ατς περ αυτο λαλσει.
τα
τα επον ο γονες ατο, τι φοβοντο τος ᾿Ιουδαους· δη γρ συνετθειντο ο ᾿Ιουδαοι να, ἐάν τις ατν μολογσ Χριστν, ποσυνγωγος γνηται.
δι
τοτο ο γονες ατο επον τι λικαν χει, ατν ρωτσατε.
φνησαν ον κ δευτρου τν νθρωπον ς ν τυφλς, κα επον ατ· δς δξαν τ Θε· μες οδαμεν τι νθρωπος οτος μαρτωλς στιν.
πεκρθη ον κενος κα επεν· ε μαρτωλς στιν οκ οδα· ν οδα, τι τυφλς ν ρτι βλπω.
ε
πον δ ατ πλιν· τ ποησ σοι; πς νοιξ σου τος φθαλμος;
πεκρθη ατος· επον μν δη, κα οκ κοσατε· τ πλιν θλετε κοειν; μ κα μες θλετε ατο μαθητα γενσθαι;
λοιδρησαν ατν κα επον· σ ε μαθητς κενου· μες δ το Μωϋσως σμν μαθητα.
μες οδαμεν τι Μωϋσε λελληκεν Θες· τοτον δ οκ οδαμεν πθεν στν.
πεκρθη νθρωπος κα επεν ατος· ν γρ τοτ θαυμαστν στιν, τι μες οκ οδατε πθεν στ, κα νέῳξ μου τος φθαλμος.
ο
δαμεν δ τι μαρτωλν Θες οκ κοει, λλ’ ἐάν τις θεοσεβς κα τ θλημα ατο ποι, τοτου κοει.
κ το αἰῶνος οκ κοσθη τι νοιξ τις φθαλμος τυφλο γεγεννημνου.
ε
μ ν οτος παρ Θεο, οκ δνατο ποιεν οδν.
πεκρθησαν κα επον ατ· ν μαρταις σ γεννθης λος, κα σ διδσκεις μς; κα ξβαλον ατν ξω.
Ηκουσεν ᾿Ιησος τι ξβαλον ατν ξω, κα ερν ατν επεν ατ· σ πιστεεις ες τν υἱὸν το Θεο;
πεκρθη κενος κα επε· κα τς στι, Κριε, να πιστεσω ες ατν;
ε
πε δ ατ ᾿Ιησος· κα ἑώρακας ατν κα λαλν μετ σο κενς στιν.
δ φη· πιστεω, Κριε· κα προσεκνησεν ατ.
Νεοελληνική Απόδοση
Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού
Και περπατώντας εκεί κοντά είδε έναν άνθρωπο τυφλό εκ γενετής.
Και τον ρώτησαν οι μαθητές του, λέγοντας: «Ραβί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;»
Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε έτσι, για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σ’ αυτόν.
Εμείς πρέπει να κάνουμε τα έργα εκείνου που με έστειλε ωσότου είναι ημέρα. Έρχεται νύχτα που κανείς δε δύναται να εργάζεται.
Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι φως του κόσμου».
Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω και έκανε πηλό από το πτύελο και επέχρισε τον πηλό στα μάτια του
και του είπε: «Πήγαινε, νίψου στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ» που ερμηνεύεται, “Αποσταλμένος”. Έφυγε, λοιπόν, και νίφτηκε και ήρθε βλέποντας.
Οι γείτονες, τότε, και εκείνοι που τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν ζητιάνος έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που καθόταν και ζητιάνευε;»
Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι». Άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά είναι όμοιος με αυτόν». Εκείνος έλεγε: «Εγώ είμαι».
Τον ρωτούσαν λοιπόν: «Πώς τότε σου ανοίχτηκαν τα μάτια;»
Εκείνος αποκρίθηκε: «Ο άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκανε πηλό και μου επέχρισε τα μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στο Σιλωάμ και νίψου”. Όταν πήγα λοιπόν και νίφτηκα, βρήκα το φως μου».
Τότε του είπαν: «Πού είναι εκείνος;» Τους λέει: «Δεν ξέρω».
Οι Φαρισαίοι ανακρίνουν τον θεραπευμένο
Φέρνουν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον άλλοτε τυφλό.
Ήταν τότε Σάββατο η ημέρα κατά την οποία ο Ιησούς έκανε τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια.
Πάλι λοιπόν τον ρωτούσαν και οι Φαρισαίοι πώς βρήκε το φως του. Εκείνος τους είπε: «Πηλό μου έθεσε πάνω στα μάτια, και νίφτηκα και βλέπω».
Έλεγαν τότε μερικοί από τους Φαρισαίους: «Δεν είναι από το Θεό αυτός ο άνθρωπος, γιατί το Σάββατο δεν τηρεί». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαυματουργικά σημεία;» Και υπήρχε σχίσμα ανάμεσά τους.
Λένε τότε πάλι στον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή σου άνοιξε τα μάτια;» Εκείνος είπε: «Είναι προφήτης».
Δεν πίστεψαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν ότι ήταν τυφλός και βρήκε το φως του, ωσότου φώναξαν τους γονείς αυτού που βρήκε το φως του
και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;»
Αποκρίθηκαν τότε οι γονείς του και είπαν: «Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός.
Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν ξέρουμε. Αυτόν ρωτήστε, έχει ώριμη ηλικία, αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του».
Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. Γιατί ήδη είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι, αν κάποιος τον ομολογήσει Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος.
Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν: «Έχει ώριμη ηλικία, αυτόν επερωτήστε».
Φώναξαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Δώσε δόξα στο Θεό. Εμείς ξέρουμε άτι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός».
Εκείνος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. Ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω».
Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;»
Αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Σας το είπα ήδη και δεν ακούσατε. Γιατί πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;»
Τότε τον έβρισαν και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή.
Εμείς ξέρουμε ότι στο Μωυσή έχει μιλήσει ο Θεός, αλλά αυτός δεν ξέρουμε από πού είναι».
Αποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: «Σ’ αυτό βρίσκεται πράγματι το θαυμαστό σημείο: Εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια.
Ξέρουμε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλά αν κάποιος είναι θεοσεβής και το θέλημά του κάνει, αυτόν ακούει.
Από την αρχή του αιώνα δεν ακούστηκε ότι κάποιος άνοιξε τα μάτια σ’ έναν που έχει γεννηθεί τυφλός.
Αν δεν ήταν αυτός από το Θεό, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα».
Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Εσύ γεννήθηκες όλος μέσα σε αμαρτίες, κι εσύ διδάσκεις εμάς;» Και τον πέταξαν έξω.
Η πνευματική τυφλότητα
Άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω και, αφού τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του ανθρώπου;»
Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;»
Του είπε ο Ιησούς: «Και τον έχεις δει και είναι εκείνος που μιλάει μαζί σου».
Αυτός είπε: «Πιστεύω, Κύριε». Και τον προσκύνησε.