23 Μαρτίου 2021

Το ''συγχώριο'' του Θ. Κολοκοτρώνη

 


Κάποτε πα­ρου­σι­ά­στη­κε στ
ν Κο­λο­κο­τρώ­νη κά­ποι­ος πο ε­χε τν ­νάγ­κη του. Νό­μι­σε πς δ θ τ θυ­μη­θ Στρα­τη­γός, κα φο­ρο­σε τν ­λό­χρυ­σο ντου­λα­μ το ­δερ­φο το Στρα­τη­γο, πο τν ε­χε σκο­τώ­σει πρν ­π τ Ε­κο­σι­έ­να βαλ­μέ­νος ­π τος Τούρ­κους. Κο­λο­κο­τρώ­νης γνώ­ρι­σε ­μέ­σως τ φό­ρε­μα, κι’ ­να­στέ­να­ξε ­συ­χα, ­ν τν ­δια στιγ­μ ­δι­νε τ λό­γο του στ φο­νι ν κά­μ τ ζή­τη­μά του. ­τυ­χε ­μως Γέ­ρος ν­ναι στ τρα­πέ­ζι, κα τν κρά­τη­σε ν φ­νε. Κα κά­θε φο­ρ πο ρ­χό­τα­νε στ σπί­τι του τν κα­λο­δε­χό­τα­νε κα το­ν δει­πνο­σε.
μάν­να ­μως το Κο­λο­κο­τρώ­νη δ βα­στο­σε βλέ­πον­τας τ φό­ρε­μα το παι­διο της, κ’ ε­πε στ Στρα­τη­γ μ πό­νο βα­θύ:
— 
Παι­δί μου, κα στ τρα­πέ­ζι μας θ το­ν βά­νς τ φο­νι το παι­διο μου;
— 
Σώ­πα, μάν­να! ε­πε Στρα­τη­γός. Α­τ ε­ναι τ κα­λύ­τε­ρο μνη­μό­συ­νο πο κά­νου­με το σκο­τω­μέ­νου…

Βαγγέλη Μιλλεούνη, Ιστορικά Ανέκδοτα, εκδ. Γρηγόρη,


πηγή