Ὦ φαρισαῖε• ἔφυγες
φουσκωμένος ἀπὸ τὸ ναό, γιατὶ κατώρθωσες ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων•
σὲ μακάρισαν καὶ σὲ ἔκριναν ὡς καλόν. Συμφώνησε ὅμως μὲ τὴν κρίσι αὐτὴ καὶ ὁ
Θεός; σοῦ εἶπε μπράβο ὁ Θεός; δέχτηκε τὴν προσευχή σου; Τέτοια προσευχὴ δὲν
φτάνει στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ.
Θέλεις, ἄνθρωπε,
νὰ ἐπικοινωνήσῃς μὲ τὸν οὐρανό; Κλείσου στὸ «ταμιεῖόν σου», στὴν κάμαρά σου, κ᾿
ἐκεῖ ἐνώπιος ἐνωπίῳ πὲς στὸ Θεὸ τὰ αἰτήματά σου(βλ. Ματθ. 6,6). Προσευχὲς
φαρισαϊκὲς πηγαίνουν χαμένες.
Μὰ γιατί νὰ
μείνουμε μὲ τὴν θλιβερὴ εἰκόνα τοῦ φαρισαίου; Ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ μᾶς
παρουσιάζει, στὸν ἴδιο ναό, καὶ τὴν ἰδανικὴ εἰκόνα προσευχομένου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ
εἴχαμε ἕναν ἐγωιστὴ καὶ ὑπερήφανο, ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ταπεινὸ καὶ συνετὸ ἄνθρωπο.
Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Ὁ τελώνης.
Ὦ καρδιὰ
ταπεινή, ποὺ κατάλαβες τὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ δική σου ἀθλιότητα! ποὺ δὲν ἦρθες
γιὰ ἐπίδειξι, οὔτε γιὰ ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἦρθες νὰ πῇς τὸν
πόνο σου, νὰ ἐξομολογηθῇς τὴν κατάστασί σου, νὰ ζητήσῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
ἀγάπη του!
Γι᾿ αὐτὸ ἡ
προσευχὴ τοῦ τελώνη δὲν πῆγε χαμένη. Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, σὰν
ἁμαρτωλός, δὲν θὰ εἰσακουόταν ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὅλοι τὸν περιφρόνησαν καὶ
περισσότερο ὁ φαρισαῖος.
Ὤ, ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων τὶς περισσότερες φορὲς
εἶνε λανθασμένη. Δὲν ξέρουμε τί γίνεται στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός. Ἡ
κρίσι τῶν ἀνθρώπων ἦταν καταδίκη τοῦ τελώνη, ἡ κρίσι ὅμως τοῦ Θεοῦ δικαίωσις. Οἱ
ἄνθρωποι τὸν περιφρόνησαν, μὰ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν προσευχή του. Ἡ ταπείνωσι τοῦ
τελώνη εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί
μου, ὑπάρχουν φαρισαῖοι καὶ τελῶνες. Καὶ σήμερα ἄνθρωποι ἔρχονται στὴν ἐκκλησία
νὰ προσευχηθοῦν. Πόσοι, ὅπως ὁ φαρισαῖος, δὲν ἔρχονται μὲ ὕφος ὑπερήφανο, μὲ
παράστημα ἀγέρωχο! Πόσοι καὶ πόσες δὲν κάνουν μεγάλους σταυροὺς γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν…
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν πάντοτε καὶ οἱ τελῶνες. Ἐκείνη ἡ
γερόντισσα, ποὺ κάθεται στὴ γωνιὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιὰ
λέει, Παναγία μου σῶσε με, στὸν τελώνη μοιάζει. Ὤ ἅγιες ψυχές!…
Ἀπευθύνομαι
στοὺς φαρισαίους. Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς μας, μὴν ἐπαναπαύεσθε στὸ τί λένε οἱ ἄνθρωποι
γιὰ σᾶς. Ἐξετάστε τὸν ἑαυτό σας, μήπως ὁ ὄφις τῆς ὑπερηφανείας σᾶς δάγκασε καὶ
νοσεῖτε. Ἐξετάστε νὰ δῆτε ἂν ὁ Θεὸς εἶνε μαζί σας. Καὶ ἂν ὄχι, κλάψτε, πενθῆστε
καὶ πῆτε κ᾿ ἐσεῖς «Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς», γιὰ νὰ δικαιωθῆτε. Διότι οὐδείς
ἀναμάρτητος. Σὲ ὅσο ὕψος ἀρετῆς κι ἂν φθάσετε, σὲ κάτι θὰ ὑστερῆτε.
Γι᾿ αὐτὸ
ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ὑψώσῃ (βλ. Ἰακ. 4,10. Α΄ Πέτρ. 5,6).
Διότι ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν»(Παροιμ. 3,34.
Ἰακ. 4,6. Α΄ Πέτρ. 5,5).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Κυρ. Τελώνου & Φαρισαίου (Λκ 18,10-14)
Ἀπόσπασμα Ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ πιθανὸν τῶν Ἀθηνῶν τὴν 2-2-1958. Ολόκληρη η ομιλία στο «ΚΥΡΙΑΚΗ – ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ» ἀριθμ. φύλλου 1139.