14 Φεβρουαρίου 2021

Γιά σένα, Μάνα..!!

 



Το κείμενο που ακολουθεί αφορά τις μάνες. Εκείνες τις μάνες που στάθηκαν δίπλα στα παιδιά τους που υποφέρουν. Εκείνες τις μάνες που πρόσφεραν απλόχερα αγάπη και γίναν θυσία για τα παιδιά τους. Για όλες εκείνες τις μάνες που έχουν ως πρότυπο την Παναγία, την μάνα που είδε το γιο της να σταυρώνεται. Για αυτές τις μάνες πάντα θα υπάρχει ο Χριστός να τους δίνει δύναμη και να τις στηρίζει.

Γιά σένα, Μάνα

Μιά μάνα πονεμένη τό πρόσωπο το Εαγγελίου. Μιά μάνα Χαναναία, δηλαδή, άλλοδαπή, μά πού ταν μύριες φορές νώτερη πό κάθε Ίουδαία, λλά καί πό κάθε χριστιανή σήμερα. Μιά μάνα, πού δεν τήν λύγισε πόνος πό τό δρμα τς κόρης της. Μιά μάνα, πού κατέφυγε στό Χρι¬στό καί βρκε τή λύση. Μιά μάνα, πού δοκιμάστηκε πίστις της, καί πρε ριστα. Δοκιμάστηκε πομονή της καί πρε άριστα. Δοκιμάστηκε ή ταπείνωσίς της καί πρε άριστα. Μιά μάνα, πού ό κόσμος τήν περιφρόνησε, μά ό Χριστός τήν καλοδέχτηκε. Μιά μάνα, πού βραβεύτηκε πό τό Χριστό μέ τό άνώτερο μετάλλιο, πού μόνο σε τρες τό χει δώσει ό Κύριος. Τό χρυσό μετάλλιο της πίστεως. Μιά μάνα, πού γκωμιάστηκε πό τόν Χριστό: «Γύναι, μάνα, μεγάλη σου πίστις».

’Αξίζει, ή μάνα ατή νά γίνη φορμή γιά να γκώμιο στή μάνα, στήν κάθε μάνα, στήν ληθινή μάνα, στή δική μου καί τή δική σας μάνα, στή μάνα πού βρίσκεται σήμερα δ, καί μπορε νά εναι μάνα μις μάνας, δηλαδή, σεβαστή γιαγιά.

Γιά σένα, μάνα, πού εσαι τό γλυκύτερο πρόσωπο στόν κόσμο.

Γιά σένα, Χαναναία μάνα, πού πίσω πό τά σύνορα το ’Ισραήλ ζοσες, σάν νάσουν πίσω πό τόν λιο. ζωή σου ταν νας πόνος βάσταχτος γιά τήν ρρώστια στό κορίτσι σου.

Γιά σένα, μάνα, ρθε Χριστός, γεννημένος πό τήν πιό για Μάνα. ’Από λο τόν κόσμο, νοιάστηκε γιά μιά μάνα. Νοιάζεται γιά κάθε μάνα, πού τήν καρδιά της ρομφαία, μαχαίρι κοφτερό ξεσχίζει.

Γιά σένα, μάνα, πού κραυγάζεις καί φωνάζεις, γιατί μόνη σου σέρνεις τό θλιβερό χορό το πόνου. προσευχή σου γίνεται κραυγή, πού κάθε ψυχή σπαράζει. Γιά σένα ρχεται Χριστός. Ή καρδιά Του σπλαχνική γιά σένα μάνα, στω κι ν παριστάνει στήν ρχή νά σέ ξεπερν διάφορα. Δέν εναι διάφορος. Θέλει σέ λα νά σο βάλη ριστα.

Γιά σένα, μάνα, πού χεις παιδιά καί γωνίες• γιά σένα εναι ό Χριστός. Ντος, σέ πλησιάζει. Μή χάσης τήν εκαιρία. Φώναξέ Τον, πως κείνη φώναξε: «λέησόν με, Κύριε, υέ Δαβίδ». Γιά δές τό κορίτσι μου. Δυνάμεις το κακο τό κρατον αχμάλωτο. Το ρπαξε Σατανάς γεία καί λευθερία! Φώναξε δυνατά: « θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Κάνε καλά τό παιδί μου.

Γιά σένα, μάνα, πού νόμιζες πώς Θεός σέ ξέχασε. Βλέπεις Χαναναία μάνα, σάν νά συννεφιάζη... Σν νά μή σο δίνη σημασία κι ό Χριστός. Γιά σένα μως ψήνεται τό θαμα. Μήν ποκάμης μοναχή. Δέν μπορε• τό βλέμμα Του Χριστός σέ σένα τελικά θά ρίξη.

Γιά σένα, μάνα, εναι κάποτε ή πονιά τοΰ κόσμου. Σάν τότε. Δέν τή λυπήθηκαν τή Χαναναία μάνα. Τόσο σκληροί ο νθρωποι, κόμα κι ατοί πού τριγυρίζουν τό Χριστό, κι ατοί πού τάχα νήκουνε στήν κκλησία. σύ φωνάζεις στό Χριστό νά σ’ λεήση, κι ατοί ζητον π’ τό Χριστό νά σέ δίωξη, γιατί τούς νοχλούν ο κραυγές σου! πόνος σου τούς νοχλε. Τό τραυματισμένο σου κορίτσι τό διώχνουν. Κόσμε σκληρέ, στόν μητρικό τόν πόνο...

Γιά σένα, μάνα, εναι Χριστός. για κάνεις καί φωνάζεις

«Κύριε, βοήθει μοι». Γιά σένα, μάνα, εναι σκησις το Χριστο. Σέ δοκιμάζει, μάνα. Σκυλάκι σε λέει, γιά νά δ τί θά πς. Καί σύ ξυπνα Το δίνεις τήν πόκρισι: Σκυλάκι σου εμαι, μά θά γαυγίζω στήν αλή σου. Δέν θέλω πολλά. Δόσ’ τα λλο τά πολλά. Λίγα ψίχουλα π’ τό τραπέζι Σου μο φτάνουν. Μιά ματιά σου στοργική θά μο γιάνη τόν πόνο. Μιά σταγόνα π’ τήν φροντίδα Σου θά σώση τό παιδί μου.

Γιά σένα, μάνα, καλή μου μάνα, πού μς γέννησες καί μς μεγάλωσες, χωρίς λογισμούς, χωρίς νά πς «πώς θά τά ζησω;». Γιά σένα, μάνα, εναι τό Εαγγέλιο σήμερα. Γιά τήν γία μάνα!
Γι’ α
τήν, πού δέν προσέχει τά σκυλάκια, λλ’ γαπάει τά παιδάκια.
Γι’ α
τήν, πού φήνει τήν παρξί της λότελα στά χέρια το Θεο.
Σ’ αυτήν, πού καί στίς μέρες μας κλείνει τ’ α
τιά της στίς σειρνες το κόσμου, λλά δέν κλείνει τή μητρική της παρξι στήν παιδοποιΐα. Σέ σένα, πού ξέρεις τό θάλαμο τν τοκετν καί ποτέ δέν παρέδωσες σπλάχνο σου στό σφαγεο τν κτρώσεων.

Σέ σένα, πού ξέρεις ν’ άγαπς καί τά μάτια σου κοιτάζουν τ’ θα μάτια το παιδιο. Σ’ ατή τή μάνα, τή χριστιανή, πού σηκώνει τό σταυρό, σ’ ατή τή μάνα, δίνει σήμερα τό βραβεο Χριστός: « γύναι, μεγάλη σου πίστις! Γενηθήτω σοι ς θέλεις».

Γιά σένα, μάνα, πού κι ν σέ πληγώνουν, σύ μέ γλύκα τούς κοιτς. Γιά σένα, πού κάτι θέλεις καί ζητς, νά! Σήμερα ό Χριστός τή μάνα πρόσεξε, τή Χαναναία. «,τι θέλεις». Τί θέλεις, μάνα; Μήν ποκάμης. Πές το Χριστού τί θέλεις! Πέσ’ Του μέ πίστι, μέ κραυγή. Μ’ λπίδα καί μέ δάκρυ.

Κόσμε! ,τι κι ν εσαι, τή μάνα νά προσεχής. Ατή γενν. Ατή γαλουχε. Ατή ξαγρυπν. Ατή γαπ. Ατή θυσιάζεται. Ατή σώζει τόν κόσμο.

Γιά κοίτα, μάνα, τό Χριστό. Γιά σένα, μάνα, τό δικό μας «ευχαριστώ». Γιά σένα ή τιμή, καλή κι αγιασμένη μάνα.


ΠΗΓΗ