« Γλυκύτατε Ιησού μου, σκέπτομαι πόσο με αγάπησες.
Κάτι με τραβούσε κοντά Σου.
Πόσες φορές, το γνωρίζεις, το είδες, Σε άφησα.
Με τη ζωή μου την αμαρτωλή Σου έλεγα: δεν σε αγαπώ.
Και όμως Συ, Κύριε, «επέτασας χείρας» σ΄ ένα παιδί άτακτο
και δύστροπο.
Έφτασα μέχρι το χείλος της αβύσσου.
Την τελευταία στιγμή με έπιανες και με τραβούσες από την
καταστροφή.
Πολλές φορές έφυγα από κοντά Σου, κι άλλες τόσες φορές, Φίλε
μου Καλέ,
Γλυκέ, Σύντροφε της ζωής μου, Παρηγοριά της ψυχής,
πεφιλημένε μου και αγαπητικέ της καρδιάς μου,
με δάκρυα και λυγμούς Σου έλεγα:
«Σοί μόνω αμαρτάνω και Σοί μόνω προσπίπτω».
Ελέησόν με . . . και με ελεούσες .
Δεν μπορούσα όμως ποτέ, Κύριέ μου, να φαντασθώ
πώς τόσο πολύ θα μ΄ αγαπούσες.
Τι να πω; Εσύ ξέρεις πιο πολλά απ΄ όλους μας.
Οι αναστεναγμοί μου Σου τα λένε.
Κύριε, Κύριε, θα απαντήσω πως είσαι ο πόθος της καρδιάς μου
.
Ναί, Κύριε , Σ΄ αγαπώ, παρ΄ όλα τα ανθρώπινα στοιχεία μου.
Πορεύου , Κύριε μαζί μου κάθε στιγμή ! »
( Απόσπασμα από το βιβλίο «Ξεσπάσματα της καρδιάς μου»,
+ Μητροπολίτης Νικόλαος Σελέντης