Το Ευαγγέλιο Κυριακής 29 Μαρτίου 2020. Δ' Κυριακής των Νηστειών και Αγίου
Ιωάννου συγγραφέως της Κλίμακος. Εορτή της Ορθοδοξίας: Ο Άγιος Μάρκος ο
Επίσκοπος Αρεθουσίων. Ο Άγιος Κύριλλος ο Διάκονος. Κατά Μάρκο: Η θεραπεία του
παιδιού με το ακάθαρτο πνεύμα. Ο Ιησούς προλέγει ξανά το θάνατο και την
ανάστασή του. Ευαγγελικό απόσπασμα της Κυριακής των Δ' Νηστειών από πρωτότυπο
και σε νεοελληνική απόδοση.
καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.
καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.
Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.
καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.
Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·
ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Νεοελληνική
Απόδοση
Η θεραπεία
του παιδιού με το ακάθαρτο πνεύμα
Και του αποκρίθηκε ένας από το πλήθος:
«Δάσκαλε, έφερα το γιο μου προς εσένα, που έχει πνεύμα άλαλο.
Και όπου τον κατακυριέψει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται. Και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν».
Εκείνος τους αποκρίθηκε και λέει: «Ω γενιά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας; Ως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε τον προς εμένα».
Και τον έφεραν προς αυτόν. Και όταν τον είδε το πνεύμα, ευθύς τον σπάραξε δυνατά και, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν αφρίζοντας.
Και ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του: «Πόσος χρόνος είναι που αυτό του έχει γίνει;» Εκείνος απάντησε: «Από την παιδική ηλικία.
Και πολλές φορές τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά, για να τον σκοτώσει. Αλλά αν κάτι δύνασαι, βοήθησέ μας και σπλαχνίσου μας».
Τότε ο Ιησούς του είπε: «Λες το “αν δύνασαι”! Όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει».
Ευθύς έκραξε ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και έλεγε: «Πιστεύω. Βοήθα με στην απιστία».
Όταν είδε τότε ο Ιησούς ότι εκεί έτρεχε και μαζευόταν πλήθος, επιτίμησε το πνεύμα το ακάθαρτο λέγοντάς του: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω, έξελθε από αυτόν και μην εισέλθεις πια σ’ αυτόν».
Και αφού έκραξε και σπάραξε πολύ, εξήλθε. Και έγινε σαν νεκρός, ώστε οι περισσότεροι να λένε ότι πέθανε.
Αλλά ο Ιησούς, αφού κράτησε το χέρι του, τον σήκωσε και στάθηκε όρθιος.
Και όταν εισήλθε σ’ έναν οίκο, οι μαθητές του τον επερωτούσαν ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δε δυνηθήκαμε να το βγάλουμε;»
Και τους είπε: «Αυτό το γένος δε δύναται να εξέλθει με τίποτα παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».
Και όπου τον κατακυριέψει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται. Και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν».
Εκείνος τους αποκρίθηκε και λέει: «Ω γενιά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας; Ως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε τον προς εμένα».
Και τον έφεραν προς αυτόν. Και όταν τον είδε το πνεύμα, ευθύς τον σπάραξε δυνατά και, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν αφρίζοντας.
Και ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του: «Πόσος χρόνος είναι που αυτό του έχει γίνει;» Εκείνος απάντησε: «Από την παιδική ηλικία.
Και πολλές φορές τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά, για να τον σκοτώσει. Αλλά αν κάτι δύνασαι, βοήθησέ μας και σπλαχνίσου μας».
Τότε ο Ιησούς του είπε: «Λες το “αν δύνασαι”! Όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει».
Ευθύς έκραξε ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και έλεγε: «Πιστεύω. Βοήθα με στην απιστία».
Όταν είδε τότε ο Ιησούς ότι εκεί έτρεχε και μαζευόταν πλήθος, επιτίμησε το πνεύμα το ακάθαρτο λέγοντάς του: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω, έξελθε από αυτόν και μην εισέλθεις πια σ’ αυτόν».
Και αφού έκραξε και σπάραξε πολύ, εξήλθε. Και έγινε σαν νεκρός, ώστε οι περισσότεροι να λένε ότι πέθανε.
Αλλά ο Ιησούς, αφού κράτησε το χέρι του, τον σήκωσε και στάθηκε όρθιος.
Και όταν εισήλθε σ’ έναν οίκο, οι μαθητές του τον επερωτούσαν ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δε δυνηθήκαμε να το βγάλουμε;»
Και τους είπε: «Αυτό το γένος δε δύναται να εξέλθει με τίποτα παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».
Ο Ιησούς
προλέγει ξανά το θάνατο και την ανάστασή του
Και αφού εξήλθαν από εκεί, πορεύονταν
διαμέσου της Γαλιλαίας, και δεν ήθελε να το γνωρίσει κανείς.
Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και, αφού σκοτωθεί, μετά τρεις ημέρες θα αναστηθεί».
Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και, αφού σκοτωθεί, μετά τρεις ημέρες θα αναστηθεί».
29 Μαρτίου η Εκκλησία μας τιμά τη
μνήμη του Αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος και Δ’ Κυριακής των
Νηστειών.