
Όση ώρα περίμενε προσευχήθηκε στο Θεό: "Σε παρακαλώ Θεέ μου, αν θέλεις προστάτεψέ με. Παρόλα αυτά ότι είναι θέλημά σου σε αγαπώ και σε εμπιστεύομαι". Όταν τελείωσε την προσευχή του ξάπλωσε ήρεμος και άκουγε τους εχθρούς που πλησίαζαν. Σκέφτηκε: "Όπως βλέπω ο Θεός δεν πρόκειται να με βοηθήσει να γλιτώσω αυτή τη φορά".
Τότε παρατήρησε μια αράχνη που ξεκίνησε να υφαίνει τον ιστό της στην είσοδο της σπηλιάς. "Χα!" Σκέφθηκε "αυτό που θέλω είναι πέτρες και τούβλα και ο Θεός μου έστειλε μια αράχνη και τον ιστό της. Μα την πίστη μου ο Θεός έχει χιούμορ".
Καθώς πλησίαζε ο εχθρός, από τη σκοτεινή πλευρά της σπηλιάς έβλεπε τους στρατιώτες που εξερευνούσαν την μια σπηλιά ύστερα από την άλλη. Όταν έφτασαν στη δική του ήταν έτοιμος να δώσει την τελευταία του μάχη. Όμως, προς μεγάλη του έκπληξη οι στρατιώτες έριξαν μόνο μία ματιά μέσα και συνέχισαν στην επόμενη.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι με τον ιστό στην είσοδο της σπηλιάς φαινόταν ότι είναι κλειστή εδώ και πάρα πολύ καιρό.
"Θεέ μου, συγχώρεσέ με" είπε ο νεαρός στρατιώτης. "Είχα ξεχάσει ότι ο ιστός της αράχνης είναι πιο δυνατός από έναν τοίχο φτιαγμένο από τούβλα"!