-Δε φταίω, κυρία, μην κοιτάτε
έμενα. Mε ρώτησε ή Νάντια καί της απάντησα.
-Σας
παρακαλώ, παιδιά, μή μιλάτε...
-Μόνο
εμείς μιλάμε; Τίς άλλες δύο μπροστά δέν τίς βλέπετε, κυρία-,
-Ναι, κι εκείνες κι εσάς σάς
παρακαλώ νά σταματήσετε...γιατί ενοχλείτε την τάξη.
-Εγώ πάντως δέ φταίω...
-Είναι ή τρίτη φορά πού έρχεσαι
καθυστερημένος. Τήν επομένη θά πάρεις απουσία την πρώτη ώρα...
-Δε φταίω, κύριε, ειχε...
-Είχε κίνηση στό δρόμο. Πετάχτηκε
κάποιος κι όλοι γέλασαν, γιατί ήξεραν πώς ό Σπύρος μενει άπεναντΐ άπό τό
σχολείο...
-Είχε... κλειδώσει τήν πόρτα ό
φύλακας... καί μέχρι νά ξεκλειδώσει...
-Αν ερχόσουν στήν ώρα σου, ή πόρτα
θά ήταν άνοιχτή.
-Ή μάνα μου άργησε νά με ξυπνήσει...
δε φταίω εγώ...
-Τήν ώρα τοΰ διαγωνίσματος τά βιβλία
είπαμε νά βρίσκονται στην τσάντα... Γιάννη.
-Δεν εχω βιβλίο, κυρία...
-Κι αύτό πώς βρίσκεται κάτω άπό τό
θρανίο σου, άνοιχτό;
-Έκανα... επανάληψη, στό
διάλειμμα...
-Μά κάτι είπα, πριν αρχίσουμε...
-Δε σάς ακόυσα, κυρία. τϊ φταίω εγώ?
-Δε φταίω εγώ, οι άλλοι φταίνε
πάντα...
-Κοιτάξτε, κοιτάξτε κυρία... τί
γράφει τό θρανίο μου... δέν μπορώ νά τά βλέπω...
-Ελα στό πρώτο θpαvio τώρα, Νίκο,
καί στό διάλειμμα θa τά σβήσουμε...
Ό Νίκος άρχισε νά μαζεύει τά
πράγματά του μουρμουρίζοντας... ή τάξη άρχισε νά σχολιάζει ψιθυρίζοντας, ή
δασκάλα άρχισε νά σκέπτεται πώς θα τιμωρήσει τήν τόσο σοβαρή αταξία... όταν άπό
τό τελευταίο θpαvio ό Δημήτρης, μέ κατακόκκινο πρόσωπο καί φωνή λίγο
τρεμουλιαστή καί σιγανή στήν αρχή, σταθερή καί δυνατή όμως στή συνέχεια, άρχισε
νά λέει:
-«Εγώ έγραψα τά λόγια αυτά στό
θρανίο... Ζητώ συγγνώμη, άπό τό Νίκο, άπό όλα τά παιδιά κι άπό σάς, κυρία...
Έγώ φταίω...».
Ό Νίκος κοίταζε ξαφνιασμένος.Ή κυρία
ξέχασε τήν τιμωρία. Τά παιδιά σταμάτησαν τόν ψίθυρο κι ό Δημήτρης δέν ένοιωθε
πιά φόβο, ντροπή καί ταραχή.
Μιά πρωτόγνωρη, γλυκιά γαλήνη έφεραν
στήν τάξη καί στήν καρδιά του οί δυό τόσο σπάνιες λέξεις πού βγήκαν άπ τό στόμα
του:
«Εγώ φταίω».