10 Μαΐου 2021

Πρὸς Ἐμμαοὺς

 

Πρὸς Ἐμμαοὺς


…ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, σὲ ἀπόστασι 10 χιλιομέτρων, ἦταν ἕνα ὄμορφο χωριουδάκι, ποὺ ὠνομαζόταν Ἐμμαούς. Πάνω στὸ δρόμο αὐτό, τὴν ἡμέρα ποὺ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, περπατοῦσαν δύο ἄνθρωποι. Καὶ ὅπως συμβαίνει πάντοτε, ὅταν περπατοῦν δύο, κουβεντιάζουν. Ἦταν πολὺ λυπημένοι, «σκυθρωποί» λέει τὸ Εὐαγγέλιο(στ. 17). Ὁ ἥλιος πήγαινε νὰ βασιλέψῃ.

Τὴν ὥρα ἐκείνη, νά κάποιος ἄγνωστος. Τοὺς πλησίασε, ἑνώθηκε μὲ τὴν παρέα τους καὶ τοὺς ρωτᾷ•

 

–Τί εἶνε αὐτὰ ποὺ συζητᾶτε μεταξύ σας;

 Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦν•

–Καλά, ἐσὺ δὲν ἄκουσες τί ἔγινε; Ἐδῶ ταράχτηκαν τὰ Ἰεροσόλυμα• δὲν ὑπάρχει σπίτι ποὺ νὰ μὴν κουβεντιάζῃ γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἔγιναν.

 –Ποιά; τοὺς ρωτᾷ (ἔκανε πὼς δὲν ξέρει). Κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦν•

–Νά. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας προφήτης καὶ παραπάνω ἀπὸ προφήτης• δυνατὸς στὰ λόγια, δυνατὸς στὰ ἔργα, γεμᾶτος ἀγάπη. Σκορποῦσε στὸ διάβα του τὸ φῶς καὶ τὴ ζωή. Ἀλλὰ τὸ κήρυγμά του δὲν ἄρεσε στοὺς ἀφεντάδες. Καὶ τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδεσαν, τὸν πῆγαν στὸ κριτήριο, τὸν καταδίκασαν, καὶ τέλος τὸν σταύρωσαν. Ἔτσι χάσαμε τὴν ἐλπίδα μας, τὴν παρηγοριά μας, τὸ Θεό μας. Σήμερα μόνο, κάτι ἀκούσαμε. Μερικὲς γυναῖκες λένε, ὅτι ἀναστήθηκε. Μπᾶ, ἀναστήθηκε! δὲν τὸ πιστεύουμε… Γι᾿ αὐτὸ ἀναστενάζουμε.

 

Τότε ὁ ξένος ὕψωσε τὴ φωνή του ἐλεγκτικὰ καὶ τοὺς λέει•

–«Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ…»(στ. 25- 26), γιατί δὲν πιστεύετε σ᾿ αὐτὰ ποὺ λένε οἱ προφῆτες; Γιατί τὸ μυαλό σας εἶνε σκοτεινιασμένο καὶ ἡ καρδιά σας ψυχρή; Δὲν ξέρατε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ σταυρωθῇ, γιὰ ν᾿ ἀναστηθῇ σὲ αἰωνία δόξα;

Κουβεντιάζοντας ἔτσι, ἄρχισε ὁ ἄγνωστος νὰ τοὺς ἀναλύῃ ὅλες τὶς προφητεῖες. Πέρασε ἡ ὥρα καὶ ὁ ἥλιος βασίλευε.

 Ὅταν ἔφθασαν στὴν κώμη νύχτωνε πιά. Τότε ὁ ξένος ἔκανε πὼς θέλει νὰ φύγῃ, νὰ τοὺς ἀποχαιρετίσῃ, νὰ τοὺς πῇ καληνύχτα. Μὰ αὐτοί, μαγεμένοι ἀπὸ τὰ λόγια του, τὸν ἐμπόδισαν.

 –Ὄχι, δὲν θὰ φύγῃς, τοῦ εἶπαν. Μεῖνε μαζί μας, «ὅτι …κέκλικεν ἡ ἡμέρα»(στ. 29). Μεῖνε κοντά μας, γιατὶ ἔγειρε ὁ ἥλιος καὶ ἡ ἡμέρα κλείνει. Ποῦ νὰ πᾷς τέτοια ὥρα; Τὸν κράτησαν.

 Κι αὐτὸς ἔμεινε μαζί τους. Μπῆκαν στὸ σπίτι, ἄναψαν λυχνάρι, ἔστρωσαν τραπέζι, ἔφεραν ψωμί. Ὅταν ὅμως ὁ ξένος πῆρε στὰ χέρια του τὸ ψωμὶ νὰ τὸ κόψῃ καὶ ὕψωσε τὰ μάτια του νὰ προσευχηθῇ στὸν οὐράνιο Πατέρα, τότε, λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἄνοιξαν τὰ μάτια τους καὶ εἶδαν μπροστά τους τὸ Χριστό. Ὤ, ὁ Κύριος εἶνε! εἶπαν. Ἀλλ᾿ ἀμέσως ἐκεῖνος ἔγινε ἄφαντος.

 

Ποιοί ἦταν αὐτοὶ οἱ δυὸ μαθηταί, ποὺ ὅταν συνάντησαν τὸ Χριστό, γέμισαν χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία; Ὁ ἕνας λεγόταν Κλεόπας, καὶ ὁ ἄλλος εἶνε ὁ Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστής. Αὐτὴ εἶνε μιὰ εἰκόνα ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ζωγράφισε μὲ τὴν πέννα του ὁ εὐαγγελιστής. Σ᾿ αὐτὴ τὴν εἰκόνα θέλω νὰ ἐπιμείνω.

 Ὁ Χριστὸς ἔδωσε στὸ Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία καὶ δύναμι, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν πορεία τῆς ζωῆς τους…

 

 Ὅλοι εἴμαστε ἐπάνω στὸ δρόμο ποὺ πάει πρὸς Ἐμμαούς… Ποιός θὰ μᾶς δώσῃ τὴ χαρά, τὴν αἰσιοδοξία, τὸ κουράγιο; Μόνο ὁ Ξένος, ὁ ἄγνωστος ἐκεῖνος Ξένος.

 

Ναί. Γι᾿ αὐτὸ ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας• «Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα». Χριστέ, μεῖνε μαζί μας. Μεῖνε μαζί μας τώρα ποὺ βραδιάζει. Μεῖνε μαζί μας τώρα ποὺ ἀκούγονται τὰ τσακάλια. Μεῖνε μαζί μας τώρα ποὺ οἱ κλέφτες καὶ οἱ λῃσταὶ κτυποῦν τὶς πόρτες μας. Σκοτείνιασε ὁ κόσμος. Χριστέ, μεῖνε μαζί μας• ἀμήν.

 

Ολόκληρη η ομιλία http://www.iskiriaki.com/entipa/filladio.kiriaki/2000/732.pdf

Πρὸς Ἐμμαοὺς,  ἀριθμ. φύλλου 732

Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης