Ἀνακομιδή Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰωάννου
Χρυσοστόμου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. 27 Ιανουαρίου.
Ὁ ἀναμορφωτὴς
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει
ὁ κορυφαῖος τῶν ἱεροκηρύκων
ὅλων τῶν αἰώνων• ἑορτάζει
ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος. Μία πλευρὰ θ᾿ ἀναπτύξω
στὴν ἀγάπη σας. Καὶ αὐτὴ εἶνε•
Χρυσόστομος ὁ ἀναμορφωτής.
Ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος ἤθελε τὴν κοινωνία ἰδεώδη.
Μιὰ κοινωνία, στὴν ὁποία νὰ ἐπικρατῇ ἀπολύτως
τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου
πατρός, μιὰ κοινωνία βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔλεγε ὅπως ἀκοῦς
σήμερα• Ὤχ ἀδερφέ, ἐγὼ θὰ
διορθώσω τὸ Ῥωμαίικο;… Πίστευε ὅτι, καὶ ἕνας ἀκόμη ἄνθρωπος,
ὅταν μέσα του ἔχῃ φωτιά,
μπορεῖ νὰ συντελέσῃ στὴν ἀνόρθωσι
τῆς κοινωνίας. Καὶ ἀγωνιζόταν
χωρὶς ὑποχωρήσεις καὶ
συμβιβασμούς. Ὅπλο του ἦταν ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ, ἡ ῥομφαία
τοῦ πνεύματος. Ἔκανε καλὴ
διάγνωσι καὶ ἄρχισε θεραπεία. Ὄχι ἀπὸ τὰ φύλλα
καὶ τὰ κλαδιά• βρῆκε τὶς ῥίζες τῆς
κοινωνίας, καὶ ἐστράφη πρὸς αὐτές.
…
Ἀγαπητοί μου! Ἡ δρᾶσις –εἶνε
νόμος– προκαλεῖ ἀντίδρασι. Ἅμα δὲν
πειράζῃς κανένα, εἶσαι καλός. Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο
λέει «Οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι
πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. 6,26). Καὶ ἡ δρᾶσι τοῦ
Χρυσοστόμου προκάλεσε ἀντίδρασι. Ποιοί ἀντέδρασαν;
Πρῶτα - πρῶτα ὅσοι ἤθελαν τὰ θέατρα
καὶ τοὺς χορούς. Δεύτερον οἱ
πλούσιοι, ποὺ τὰ κηρύγματά του γι᾿ αὐτοὺς ἦταν
φοβερά. Τρίτον οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαποῦσαν τὴν
πολυτέλεια. Τέταρτον οἱ φαῦλοι
κληρικοί. Πέμπτον οἱ γυναῖκες τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ἔκτον οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας, ὁ αὐτοκράτωρ
Ἀρκάδιος καὶ ἡ αὐτοκράτειρα
Εὐδοξία. Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως
τίποτε. Ὅλους αὐτοὺς θὰ τοὺς νικοῦσε. Ἀλλὰ δὲν ἔπεσε
γιατὶ πολέμησε αὐτούς• ἔπεσε
γιατὶ πολέμησε τοὺς ἐπισκόπους!
Τὸ λέει ὁ ἴδιος•
«Οὐδὲν δέδοικα ὡς ἐπισκόπους
πλὴν ἐνίων», τίποτα δὲν
φοβήθηκα ὅπως τοὺς ἐπισκόπους
ἐκτὸς ἐλαχίστων.
Ἔτσι τὸν
συνέλαβαν, τὸν πέρασαν ἀπέναντι στὴν Ἀσία, τὸν ὡδήγησαν
μὲ τὰ πόδια πέρα ἀπ᾿ τὸ
Σαγγάριο, ἔφτασε στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας.
Ἐκεῖ ἔδωσαν
νέα διαταγή, νὰ βαδίσῃ πρὸς τὰ
Κόμανα. Εἶχε καταπονηθῆ.
Ἦταν
παραμονὴ τοῦ Σταυροῦ. Δὲν μποροῦσε
πλέον νὰ βαδίσῃ. Σὰν τὸ ὥριμο μῆλο ἔπεσε. Τὸν πῆγαν σ᾽ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι
τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου. Τὴ νύχτα
ποὺ κοιμήθηκε εἶδε ὅραμα τὸν ἅγιο
Βασιλίσκο νὰ τοῦ λέῃ• «Ἀδελφὲ Ἰωάννη,
θάρσει• αὔριο θὰ εἶσαι
μαζί μας». Τὸ πρωὶ ξημέρωνε 14 Σεπτεμβρίου.
Σηκώθηκε. Ὅ,τι εἶχε, τὰ
μοίρασε στοὺς φτωχούς. Ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καὶ μετά, ὁ ἅγιος αὐτὸς ἐπίσκοπος,
τὸ ἀηδόνι τῆς Ἐκκλησίας,
ὁ ἀθάνατος ἱεράρχης,
ἔκλεισε ἐκεῖ τὰ μάτια
του. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν•
«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Καὶ μ᾿ αὐτὰ ἡ ἁγία του
ψυχὴ φτερούγισε στὰ οὐράνια,
γιὰ νὰ εἶνε ἐκεῖ ἱεράρχης
«ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος»
(Ἑβρ. 7,26), πρεσβεύων ὑπὲρ ἡμῶν• ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος
Απόσπασμα Ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «40 Μάρτυρες» Κοζάνης τὴν 13-11-1961. «ΚΥΡΙΑΚΗ – ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ» - ἀριθμ. φύλλου 735.