Η ιστορία του «Άξιον εστί»
Βρισκόμαστε
στο 982μ.Χ. σε ένα από τα κελιά γύρω από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου
Όρους. Το κελί αυτό ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Εκεί ησύχαζε
κάποιος γέροντας με τον υποτακτικό του. Ένα Σάββατο βράδυ έφυγε ο Γέροντας για
την αγρυπνία που θα γινόταν στο Ναό του Πρωτάτου και ανέθεσε στον υποτακτικό
του να διαβάσει μόνος του την ακολουθία.
Όταν νύχτωσε, ο υποτακτικός
άκουσε χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκε να ανοίξει. Ήταν ένας άγνωστος μοναχός, που
του ζήτησε να περάσει τη νύχτα στο κελί. Τον φιλοξένησε. Την ώρα της ακολουθίας
του όρθρου σηκώθηκαν να ψάλουν οι δύο μοναχοί μαζί. Έψαλαν τα καθίσματα, μπήκαν
στον κανόνα. Λίγο πριν την ενάτη ωδή ο υποτακτικός μπροστά στην εικόνα της
Παναγίας έψαλε τον μέχρι τότε γνωστό ύμνο του Αγίου Κοσμά του ποιητή:
- Την τιμιωτέραν των
Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον
τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν.
Ο ξένος μοναχός όμως στην
τελευταία επανάληψη του ύμνου πρόσθεσε με τη μελωδική του φωνή, πριν από τα
λόγια αυτά, κάτι άγνωστο μέχρι τότε:
- Άξιον εστίν ως αληθώς,
μακαρίζειν σε, την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και Μητέρα του Θεού
ημών.
Ήταν ένας καινούριος ύμνος
στην Παναγία, που έλεγε ότι αξίζει και ταιριάζει να μακαρίζουμε τη Θεοτόκο, την
πανάσπιλη Μητέρα του Θεού μας, που την μακαρίζουν όλες οι γενιές των ανθρώπων.
Ο υποτακτικός τον άκουσε και
είπε με απορία και θαυμασμό:
-
Εμείς μόνο "την τιμιωέραν" ψάλλουμε. Το "Άξιον εστί" μας
είναι άγνωστο. Σε παρακαλώ, γράψε μου αυτόν τον ύμνο, για να ψάλω κι εγώ στη
Θεοτόκο:
Φέρε μου μελάνι και χαρτί,
είπε αμέσως ο ξένος.
Κι επειδή μελάνι και χαρτί
δεν υπήρχαν στο κελί, ο ξένος έγραψε με το χέρι του πάνω σε μια πλάκα τον
θεομητορικό ύμνο.
Και με το δάχτυλό του
χαράχτηκαν τα γράμματα τόσο βαθιά πάνω στη σκληρή πλάκα, σαν να ήταν καμωμένη
από πηλό.
- Από δω κι εμπρός, έτσι
να ψάλετε κι εσείς, και όλοι οι Ορθόδοξοι, είπε ο επισκέπτης και έγινε άφαντος.
Ο
ξένος αυτός ήταν κατά την παράδοση ο αρχάγγελος Γαβριήλ, σταλμένος από τον Θεό,
για να μας διδάξει το "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ", τον καινούριο ύμνο προς τη
Θεοτόκο.
Όταν γύρισε ο γέροντας και
έμαθε τα σχετικά, δόξασε τον Θεό. Κι αμέσως διηγήθηκε στον Πρώτο του Αγίου
Όρους το περιστατικό. Εκείνος με τη σειρά του έστειλε την αγγελοχάρακτη πλάκα
στον Πατριάρχη και στο Βασιλέα, μαζί με όλη τη διήγηση του θαύματος γραπτώς. Και από τότε έγινε ο αγγελοδίδακτος
αυτός ύμνο, το μεγαλυνάριο της Παναγίας, ένας από τους πιο αγαπητούς ύμνους στη
Θεοτόκο. Καθιερώθηκε να ψάλλεται σε όλη την Οικουμένη, σε κάθ ορθόδοξο
Ναό, στην θεία Λειτουργία αμέσως μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.
Την
εικόνα αυτή της Παναγίας, μπροστά στην οποία ο Αρχάγγελος Γαβριήλ δίδαξε τον
ύμνο, την μετέφεραν από το κελί στο Πρωτάτο. Είναι η γνωστή σε όλους μας θαυματουργή
εικόνα "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ", που είναι ενθρονισμένη μέχρι σήμερα πάνω στο
Σύνθρονο του ιερού του Ναού του Πρωτάτου του Αγίου Όρους.
(Περιοδικό
"Προς τη Νίκη")