31 Μαΐου 2011

Ο ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΨΑΡΑΣ

Πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκαπενταυγούστου 1931, βρίσκονταν τρείς ομάδες ψαράδων, που ψάρεβαν τις νύχτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου και Νάξου.
Εκείνη τη νύχτα η μία ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις και βαρίες κουβέντες.
Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κακού προσπαθούσαν ολιμενοφύλακας και ο μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους συγκρατήσουν.
Απότομα ο ουρανός βάρυνε. Σε μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάικο και τις βάρκες με τις λάμπες μέχρι που τις πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν η θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καϊκι απο την Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ο καπετάνιος του απόρησε βλεποντας τα συντρίμια στη στεριά.

- Πως έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!
- Ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας απο τους ψαράδες του γρι-γρι.
Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Δυο-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά και έδωσαν άλλη εξήγηση:
- Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά που δεν μας σήκωσε στον ουρανό τις βάρκες.
Ένας μάλιστα, ο Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:
- Άντε μωρέ, που ήταν θαύμα! Όρεξη δεν είχε η Παναγία να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.
Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία - σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο - να τον πλησίαζει και να τον ερωτά:
- Γιατί παιδί μου δεν με σέβεσαι;
- Τι είναι αυτά που λες κυρά μου; θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;
- Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;
Στα λόγια αυτά τινάχτηκε όρθιος Έκανε να φωνάξει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του. Και τότε είδε πάλθ, ξεκάθαρα την Παναγία και την άκουσε να του λέει:
- Έλα στο σπίτι μου, στην Εκατοωταπυίανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.
Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά που είχε πάθειη δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία και αποσύρθηκε να κοιμηθεί.
Ο Διάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Εκατοωταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ηλίου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στη θεία της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματος του. Γονάτισε και προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο Πίσω Λιβάδι. Εκεί Διαπίστωσε ένα καινούργιο θαύμα: Οι βάρκες και το ψραοκάικο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμία ζημιά!